Στους ιστορικούς χρόνους φρούρια προστάτευαν τα σύνορα της Αττικής στον Κιθαιρώνα , όπως το Πάνακτον, ο Δρυμός, η Φυλή κ.α.. Επανειλημμένως έγιναν συγκρούσεις για την κατοχή των διαβάσεων που υπήρχαν στον Κιθαιρώνα. Πριν από τη μάχη των Πλαταιών (479 π.χ.), ο Μαρδόνιος κατέλαβε αυτές τις διαβάσεις και απείλησε σοβαρά τον Ελληνικό στρατό. Η διάβαση που περνάει από τα σημερινά Βίλια υπήρξε πάντοτε σημαντική για τη δράση των Μεγαρέων κατά της Βοιωτίας· έτσι ο Αγησίλαος το 378 και το 377 π.Χ. πολεμώντας κατά των Θηβών, κατείχε αυτή τη διάβαση ως γραμμή υποχώρησης· αντίθετα, τον επόμενο χρόνο οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη διάβαση αυτή και απέκρουσαν τον Κλεόβροτο. Γι' αυτό οι Αθηναίοι ανταγωνίζονταν τους Θηβαίους για την κατοχή αυτών των διόδων.
Κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, τον Απρίλιο του 1941, ο Ελληνικός Στρατός με την βοήθεια των ενισχύσεων από την Μ. Βρεττανία, Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία οχυρώθηκε στην περιοχή της Κάζας (Ελευθερές) προκειμένου να ανακόψει την προέλαση των Γερμανικών στρατευμάτων προς την Αθήνα. Γρήγορα όπως αναγκάστηκε να εγκαταλέιψει την θέση αυτή επειδή κινδύνευε να υπερφαλαγγιστεί.
Πλαταιές
Σύμφωνα με τους Θηβαίους (Αιολείς Βοιωτούς) η πόλη κτίστηκε από πολίτες της Θήβας. Ο Παυσανίας αντίθετα αναφέρει ότι οι Πλαταιείς ήταν γηγενείς (Ίωνες), που κατάγονταν κατά την Ελληνική Μυθολογία από την κόρη του Ασωπού Πλαταία εξ ου και η ονομασία της. Οι Πλαταιές και οι Θεσπιές και γενικά οι κάτοικοι των αρχαίων πόλεων και χωριών παρά του Ασωπού ποταμού αντιτάχθηκαν με πείσμα να συννενωθούν στη Θηβαϊκή ομοσπονδία λόγω της έμφυτης συμπάθειάς τους προς τους ομοφύλους τους Αθηναίους. Ο αγώνας τους εκείνος εναντίον των Θηβών είχε φθάσει σε οξύ σημείο, την ίδια εποχή που ο Βασιλεύς της Λυδίας ο Κροίσος πολιορκούταν στις Σάρδεις από τον Κύρο (546 π.Χ.) και οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ζητούσαν τη βοήθεια των μητροπόλεών τους.
Αργότερα το 519 π.Χ., όταν η αρχαία Σπάρτη βοηθούσε την Αθήνα και την Κόρινθο στον εναντίον της Αίγινας και των Θηβών πόλεμο, οι Πλαταιείς, για να μην υποταχθούν στους Θηβαίους, ζήτησαν από τον Βασιλέα των Σπαρτιατών Κλεομένη τον Α΄ να προσχωρήσουν σ΄ αυτούς (την Πελοποννησιακή συμμαχία). Τότε ο Κλεομένης αντιλαμβανόμενος τις αποστάσεις που χώριζε την πόλη τους από τη Θήβα και την Αθήνα, αλλά και για να εκτονώσει την μεταξύ Θηβαίων και Αθηναίων έχθρα, συμβούλευσε αυτούς να συμμαχήσουν με τους Αθηναίους. Οι Πλαταιείς τότε απεδέχθηκαν τη συμβουλή που συνέπιπτε με την επιθυμία των τότε αρχόντων Πεισιστρατητιδών της Αθήνας, αποστέλλοντας πρέσβεις που έγιναν αμέσως δεκτοί. Έτσι οι Αθηναίοι δεν δίστασαν πλέον να επέλθουν κατά της Θήβας και μετά την νικηφόρα τους σύγκρουση να επεκτείνουν τα όριά τους μέχρι τον Ασωπό.
Ευγνώμονες τότε οι Πλαταιείς έσπευσαν πρώτοι απ΄ όλους τους Έλληνες να παράσχουν τη συνδρομή τους με αποστολή 1000 πολεμιστών στο πλευρό των Αθηναίων στην Μάχη των Πλαταιών, όπου και ανηγέρθη στο πεδίο της μάχης ιδιαίτερος τάφος για τους γενναίους Πλατεείς. Υπόψη ότι στην εκστρατεία του Ξέρξη κατά του ελλαδικού χώρου μόνο οι Πλαταιές και οι Θεσπιές, από όλες τις πόλεις της Βοιωτίας, δεν εμήδισαν.
Οι Πλαταιείς πολέμησαν επίσης στην Ναυμαχία του Αρτεμισίου, ενώ δεν πήραν μέρος στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας επειδή αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν για να προστατεύσουν την πόλη τους από τους Πέρσες που στον ερχομό τους τελικά την πυρπόλησαν. Μετά την νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών, η πόλη ανακαινίστηκε. και κατοικήθηκε μέχρι τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Την άνοιξη του 431 π.Χ. η πόλη δέχτηκε την αιφνιδιαστική επίθεση από τριακόσιους Θηβαίους, τους οποίους οι Πλαταιείς αμέσως αντέκρουσαν και σκότωσαν 180 από αυτούς.[2] Τον τρίτο χρόνο του πολέμου οι Πελοποννήσιοι με αρχηγό τον Αρχίδαμο περικύκλωσαν και πολιόρκησαν τις Πλαταιές. Οι Πλαταιείς λίγο πιο πριν είχαν στείλει τους γέρους και τα γυναικόπαιδα στην Αθήνα για να γλυτώσουν, αφήνοντας μόνο 400 πολεμιστές μαζί με 80 Αθηναίους και 110 γυναίκες που τους φρόντιζαν. Οι πολιορκημένοι κατόρθωσαν να αντισταθούν, και γιαυτό οι Πελοποννήσιοι έσφιξαν τον κλοιό περισσότερο. Δύο χρόνια κράτησε η πολιορκία αυτή. Όταν τελικά οι Πλαταιείς παραδόθηκαν, οι Πελοποννήσιοι τους σκότωσαν όλους. Η πόλη αλώθηκε από τους Θηβαίους, οι οποίοι κατέστρεψαν όλα τα κτίρια και έκτισαν έναν νέο ναό μήκους 100 ποδών (νεώς εκατόμπεδος) στην τιμή της Ήρας. Όσοι Πλαταιείς επέζησαν βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα.
Το 1981 η περιοχή των Πλαταιών δοκιμάστηκε από τον καταστροφικό σεισμό των Αλκυνονίδων. Τα περισσότερα σπίτια και κτίρια κατεδαφίστηκαν ή υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Χρειάστηκε πολύ προσπάθεια από τους κατοίκους της περιοχής για ανοικοδομήσουν το τόπο τους.
Η μάχη των Πλαταιών
Μετά την αποτυχία των Περσών να νικήσουν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο αυτοκράτορας Ξέρξης έφυγε για τις Σάρδεις, από που θα συντόνιζε τις κινήσεις του στρατού του, ενώ θα μπορούσε να καταπνίξει τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στη Μεσοποταμία όσο έλειπε. Άφησε πίσω του, τον ξάδερφο του Μαρδόνιο, επικεφαλή του στρατού, ο οποίος στρατοπέδευσε στην Βοιωτία.
Το 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος έστειλε τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α΄, στην Αθήνα ώστε να διαπραγματευθεί με τους Αθηναίους την υποταγή τους στην Περσική Αυτοκρατορία.Φυσικά ο αθηναϊκός λαός απέριψε την πρόταση των Περσών. Ο Μαρδόνιος, για να τιμωρήσει τους Αθηναίους, εκστράτευσε στην Αττική και κατέλαβε και κατέκαψε την Αθήνα, την οποία είχαν εγκεταλείψει οι κάτοικοι της όπως και όταν εισέβαλε ο Ξέρξης πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Οι Αθηναίοι κάλεσαν τότε τους Σπαρτιάτες και άλλες Ελληνικές πόλεις προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Οι Σπαρτιάτες δεν απάντησαν αμέσως (αν και ετοίμαζαν κρυφά τον στρατό τους) προκειμένου να μην θορυβήσουν τους Αργείους που είχαν κάνει συμφωνία με τους Πέρσες
Συγκεντρώθηκε ένας στρατός 45.000 ανδρών, 5.000 Σπαρτιατών και 35.000 είλωτες και 5.000 λογάδες (επίλεκτα τμήματα στρατού). Ο στρατός έφυγε βράδυ από τη Σπάρτη και δεν πέρασε από τη χώρα του Άργους, για να μην τους αντιληφθούν. Αντίθετα κινήθηκαν δυτικότερα από το Ορέστειο της Μαιναλίας. Το επόμενο πρωί οι Έφοροι ενημέρωσαν τους Αθηναίους ότι ο στρατός ήδη έχει ξεκινήσει για να συγκρουστεί με τους Πέρσες. Ο στρατός είχε ηγέτες τον στρατηγό Παυσανία και ως συστράτηγο τον Ευρυάνακτα του Δωριέα. Στον Ισθμό ενώθηκαν και άλλες δυνάμεις Πελοποννησίων, Ευβοιωτών, Αιγηνιτών και δυνάμεων από τη Δυτική Ελλάδα μαζί με τους Σπαρτιάτες. Όταν βρεθήκανε οι Έλληνες στη Μεγαρίδα, ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι κινούνται εναντίον του και αποσύρθηκε από την Αττική στην ανοικτή βοιωτική πεδιάδα, ώστε να δράσει το ιππικό του ευκολότερα. Στρατοπέδευσε βόρεια του ποταμού Ασωπού και έχτισε ένα ξύλινο οχυρό, ώστε άμα η μάχη δεν τους ευνοήσει να ανασυνταχθούν εκεί οι Πέρσες. Στην Ελευσίνα, ενώθηκαν με το συμμαχικό στρατό, 3.000 Μεγαρείς, 8.000 Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς. Πέρασαν μέσα από τις ορεινές διαβάσεις των Ελευθέρων (σημερινή Κάζα) και το στενό των Δρυός Κεφαλών και έφθασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας. Ο Παυσανίας παρέταξε τον στρατό στους πρόποδες του όρους Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, ώστε να προστατεύεται από το ιππικό τους αλλά και για να έχει στα δεξιά του το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, ώστε να ανεφοδιάζεται και να λαμβάνει ενισχύσεις. Οι Σπαρτιάτες με τους Τεγεάτες έλαβαν την δεξιά πλευρά της παράταξης, στο κεντρο οι υπόλοιποι Έλληνες, στα αριστερά οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς. Ειδικά οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν στρατοπεδεύσει σε πεδινό έδαφος, λόγο έλλειψης χώρου.
Ο Παυσανίας αποφάσισε να θέσει τους Αθηναίους απέναντι στους Πέρσες επειδή είχαν πολεμήσει εναντίον τους στο Μαραθώνα, άρα τους γνώριζαν καλύτερα. Ενώ οι Σπαρτιάτες θα λάμβαναν θέση απέναντι από τους Θηβαίους που τους γνώριζαν καλύτερα στο πεδίο της μάχης. Όμως ο Μαρδόνιος το κατάλαβε και προσπάθησε να αντιστρέψει και αυτός τα άκρα του. Έτσι ο Παυσανίας δεν προχώρησε στην δικιά του αναστροφή. Αντίθετα αποχώρησε από τη θέση που ήταν με το στρατό του και κατέλαβε μια θέση νοτιότερα, ανάμεσα στις πόλεις Υσία και Πλαταιές. Η μετακίνηση αυτή ξεκίνησε από το βράδυ και θα ολοκληρωνόταν το επόμενο πρωί ώστε να την δει ο Μαρδόνιος και να νομίζει ότι οι Έλληνες υποχωρούν και να εμπλακεί μαζί τους σε μάχη, την οποία οι ίδιοι βεβαίως την περιμένανε. Τέτοιοι ελιγμοί στις ελληνικές φάλαγγες ήταν συνηθισμένοι αλλά μόνο οι Σπαρτιάτες τις εκτελούσαν αριστοτεχνικά. Έτσι αποφασίστηκε σε πρώτη φάση να αποσυρθεί το κέντρο των Ελλήνων από τη θεση Νησί στις Πλαταιές και να στρατοπεδεύσει εκεί. Στη δεύτερη φάση οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες θα αποσύρονταν το πρωινό ώστε να τους δει ο Μαρδόνιος και να επιτεθεί. Ταυτόχρονα θα προσποιούνταν ότι κάποια τμήματα αργούσαν να υποχωρήσουν για να τον δελεάσουν πιο εύκολα. Οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Μεγαρείς θα κάλυπταν την φάση υποχώρησης των Σπαρτιατών.
Η πρώτη φάση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία καθώς το κέντρο των Ελλήνων, μπερδεμένο από το σκοτάδι, παρατάχθηκε στο ναό της Ήρας, μπροστά στις Πλαταιές, σε απόσταση διπλάσια από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο. Ο Παυσανίας δεν το γνώριζε αυτό και ξεκίνησε την επόμενη φάση του σχεδίου του. Το σώμα που αποφασίστηκε να μείνει πιο πίσω, δήθεν ότι άργησε να υποχωρήσει, ήταν ο λόχος του Αμομφεράτου. Το πρωί οι Σπαρτιάτες έμαθαν το τι συνέβη το βράδυ και έμαθαν επίσης και που βρισκόντουσαν οι Έλληνες του κέντρου. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καλύψουν το μεγάλο κενό μεταξύ των παρατάξεων αλλά ήδη ο Μαρδόνιος είχε δει και είχε αξιολογήσει την κατάσταση. Διάταξε γενική επίθεση και καταδίωξη του αντίπαλου στρατού. Την επίθεση οδηγούσε ο ίδιος ο Μαρδόνιος και μάλιστα πέρασε πρώτος τον Ασωπό με το περσικό ιππικό, τους Ινδούς και τους Σάκες. Όλοι αυτοί έπεσαν με ορμή πάνω στην παράταξη των Τεγεατών και των Σπαρτιατών. Το περσικό κέντρο προσπαθούσε άτακτα να φτάσει στο ιερό της Ήρας για να βρεθεί με το ελληνικό κέντρο. Οι Αθηναίοι μαχόντουσαν εναντίον των Θηβαίων βόρεια της θέσης Νήσος, ανάμεσα στο λόφο του Πύργου και στο ιερό του Ανδροκράτους. Το σώμα του Αμομφεράτου ενώθηκε γρήγορα με τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και ανέστρεψαν πλευρά για να υποδεκτούν με ακόντια τους Πέρσες. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη καθώς οι εχθροί ήταν περισσότεροι και έτσι ο Παυσανίας ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, μην γνωρίζοντας ότι οι συμμάχοι του ήταν αντιμέτωποι με τους Θηβαίους.
Ο Αριστείδης μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει τους Θηβαίους να μην μάχονται τα αδέρφια τους. Όλην αυτή την ώρα η Σπαρτιατική φάλαγγα είχε καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες και αμυνόταν, μόλις μεγάλες δυνάμεις Περσών τους κύκλωσαν και καθιστούσαν αδύνατη την δυνατότητα ελιγμών, ο Παυσανίας διέταξε τότε γενική επίθεση και όλο το μέτωπο πετάχτηκε μπροστά με κραυγές και επιτέθηκε στους Πέρσες. Οι Πέρσες των πρώτων σειρών έχασαν την ορμή τους και προσπαθούσαν να υποχωρήσουν αλλά οι πιο πίσω σειρές τους εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν ελιγμούς. Μέσα στη σύγχυση ένας Σπαρτιάτης, ο Αρίμνηστος, εντόπισε τον Μαρδόνιο πάνω στο άλογο του και τον σκότωσε.
Ο θάνατος του αρχηγού τους σε συνδυασμό με την ορμή των Σπαρτιατών σάστισε τους Πέρσες και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Την ίδια ώρα ο Αρτάβαζος με την εφεδρεία των Περσών αποχωρούσε από τη μάχη, ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορούσε να αλλάξει την έκβαση της μάχης, αλλά ο Πέρσης στρατηγός δεν το έκανε αλλά προτίμησε να αποσυρθεί, σαν να προδίδει τον νεκρό Μαρδόνιο! Οι Πέρσες υποχώρησαν στο ξύλινο οχυρό τους, ενώ οι Σπαρτιάτες τους ακολουθούσανε και προσπαθούσανε να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα οι Θηβαίοι, χάνοντας 300 μαχητές τους υποχώρησαν για τη Θήβα και οι Αθηναίοι τους καταδίωξαν μέχρι έξω από τα τείχη της πόλης τους και τους κατανίκησαν. Ακολούθως οι Πλαταιείς, οι Μεγαρείς και οι Αθηναίοι ενώθηκαν με τους Σπαριάτες και τους Τεγεάτες έξω από το οχυρό των Περσών και κατάφεραν να εισχωρήσουν, μέσα από ένα ρήγμα, κατασφάζοντας τους πάντες μέσα σε αυτό. Την ίδια ώρα οι δυνάμεις των Κορινθίων, των Φλειασείων και των Επιδαύριων δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση του θηβαϊκού ιππικού και έχασαν περίπου 600 άνδρες.
Ο Ηρόδοτος εξιστορεί πως σώθηκαν μόνο 43.000 Πέρσες, αριθμός υπερβολικά μικρός ενώ οι Έλληνες χάσανε 1.300 άνδρες. Ο Έφορος αναφέρει 100.000 Πέρσες νεκρούς και 10.000 Έλληνες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έχουν υπολογίσει ακόμα τους νεκρούς αλλά μόνο εκτιμούν έναν αριθμό από τους 60.000 με 120.000 Πέρσες νεκρούς και αιχμαλώτους και 5.000 με 10.000 Έλληνες νεκρούς και τραυματίες.
|